- άδουλος
- (I)ἄδουλος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δοῦλος.ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία].————————(II)-η, -ο1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί, που δεν έχει δουλειά, άνεργος2. που αποφεύγει την εργασία, φυγόπονος, οκνηρός, τεμπέλης3. (για πράγματα) που δεν έχει υποστεί κατεργασία, ανεπεξέργαστος, αδούλευτος4. (για χωράφια) ακαλλιέργητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + δουλεύω.ΠΑΡ. αδούλης, αδουλία (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.